αγερόσυρτος

αγερόσυρτος
(I)
και αγερόσουρτος, -η, -ο
βλ. αερόσυρτος.
————————
(II)
και αγερόσερτος, -η, -ο [γεροσέρνω]
1. αυτός που δεν προφταίνει να γεράσει, που πεθαίνει νέος
2. (για πράγματα) αυτός που δεν αντέχει πολύ, που φθείρεται γρήγορα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αερόσυρτος — και αγερόσυρτος, η, ο όποιος σέρνεται, παρασύρεται από τον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + συρτός < σύρω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”